πιπιλιστός

πιπιλιστός
-ή, -ό, Ν [πιπιλίζω]
αυτός που γίνεται με πιπίλισμα.
επίρρ...
πιπιλιστά Ν
με πιπίλισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πιπιλιστός — ή, ό αυτός που γίνεται με πιπίλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”